ἁμαρτήσει

ἁμαρτήσει
ἁμαρτάνω
Acut. (Sp.)
aor subj act 3rd sg (epic)
ἁμαρτάνω
Acut. (Sp.)
fut ind mid 2nd sg
ἁμαρτέω
attend
aor subj act 3rd sg (epic)
ἁμαρτέω
attend
fut ind mid 2nd sg
ἁμαρτέω
attend
fut ind act 3rd sg
ἁ̱μαρτήσει , ἁμαρτέω
attend
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἁ̱μαρτήσει , ἁμαρτέω
attend
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναμάρτητος — η, ο (Α ἀναμάρτητος, ον) [ἁμαρτάνω] 1. αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, άμεμπτος, ανεπίληπτος, αγνός 2. αυτός που δεν κάνει ποτέ λάθη, αλάθητος, αλάνθαστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αναμάρτητο(ν) η αναμαρτησία* μσν. αυτός που έχει λυτρωθεί από την… …   Dictionary of Greek

  • εφαμαρτάνω — ἐφαμαρτάνω (Α) 1. οδηγώ, παραπλανώ κάποιον σε αμαρτία, κάνω κάποιον να αμαρτήσει («πρὸς τὸ ἐφαμαρτεῑν τὸν Ἰούδαν», ΠΔ) 2. αμαρτάνω, πέφτω σε σφάλμα 3. αποτυγχάνω στον στόχο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμαρτάνω] …   Dictionary of Greek

  • κριματίζω — (Μ κριματίζω) [κρίμα] 1. ενεργ. κάνω κάποιον να αμαρτήσει, κολάζω κάποιον 2. μέσ. κριματίζομαι αμαρτάνω, πέφτω σε αμαρτία, κολάζομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κριματισμένος, η, ον αμαρτωλός …   Dictionary of Greek

  • Αβελιανοί ή Αβιλιανοί ή Αβελίτες — Οπαδοί ενός χριστιανικού ρεύματος (αίρεσης), που εμφανίστηκε στη βόρεια Αφρική τον 3ο αι. Για το ρεύμα αυτό γράφει μόνο ο Ιερός Αυγουστίνος, που, ως επίσκοπος Ιππώνος (βόρεια Αφρική), γνώριζε τους αιρετικούς της περιοχής του. Οι Α. οφείλουν το… …   Dictionary of Greek

  • κολάζω — κόλασα, κολάστηκα, κολασμένος 1. μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση: Θέλοντας να κολάσει το σφάλμα του έκαμε και άλλο χειρότερο σφάλμα. 2. τιμωρώ: Υπάρχει νόμος που κολάζει την πράξη αυτή. 3. κάνω κάποιον να αμαρτήσει, σκανδαλίζω: Μην ντύνεσαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”