αναμάρτητος — η, ο (Α ἀναμάρτητος, ον) [ἁμαρτάνω] 1. αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, άμεμπτος, ανεπίληπτος, αγνός 2. αυτός που δεν κάνει ποτέ λάθη, αλάθητος, αλάνθαστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αναμάρτητο(ν) η αναμαρτησία* μσν. αυτός που έχει λυτρωθεί από την… … Dictionary of Greek
εφαμαρτάνω — ἐφαμαρτάνω (Α) 1. οδηγώ, παραπλανώ κάποιον σε αμαρτία, κάνω κάποιον να αμαρτήσει («πρὸς τὸ ἐφαμαρτεῑν τὸν Ἰούδαν», ΠΔ) 2. αμαρτάνω, πέφτω σε σφάλμα 3. αποτυγχάνω στον στόχο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμαρτάνω] … Dictionary of Greek
κριματίζω — (Μ κριματίζω) [κρίμα] 1. ενεργ. κάνω κάποιον να αμαρτήσει, κολάζω κάποιον 2. μέσ. κριματίζομαι αμαρτάνω, πέφτω σε αμαρτία, κολάζομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κριματισμένος, η, ον αμαρτωλός … Dictionary of Greek
Αβελιανοί ή Αβιλιανοί ή Αβελίτες — Οπαδοί ενός χριστιανικού ρεύματος (αίρεσης), που εμφανίστηκε στη βόρεια Αφρική τον 3ο αι. Για το ρεύμα αυτό γράφει μόνο ο Ιερός Αυγουστίνος, που, ως επίσκοπος Ιππώνος (βόρεια Αφρική), γνώριζε τους αιρετικούς της περιοχής του. Οι Α. οφείλουν το… … Dictionary of Greek
κολάζω — κόλασα, κολάστηκα, κολασμένος 1. μετριάζω, διορθώνω την κακή εντύπωση: Θέλοντας να κολάσει το σφάλμα του έκαμε και άλλο χειρότερο σφάλμα. 2. τιμωρώ: Υπάρχει νόμος που κολάζει την πράξη αυτή. 3. κάνω κάποιον να αμαρτήσει, σκανδαλίζω: Μην ντύνεσαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)